- σκιτσάρω
- Ν [σκίτσο]1. εικονίζω κάτι με απλές γραμμές, δίνω το περίγραμμά του, σκιαγραφώ2. μτφ. περιγράφω κάτι σε γενικές γραμμές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκιτσάρω — σκιτσάρω, σκίτσαρα και σκιτσάρισα, σκιτσαρισμένος βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκιτσάρω — σκιτσάρισα, σχεδιάζω πρόχειρα, απεικονίζω πρόσωπο ή πράγμα με απλές γραμμές: Σκιτσάρισε τους πιο διάσημους άντρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκιτσάρισμα — το, Ν [σκιτσάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκιτσάρω … Dictionary of Greek
ιχνογραφώ — έω [ιχνογράφος] σχεδιάζω κάτι με γραμμές (χωρίς χρώματα), ζωγραφίζω με μολύβι, σκιτσάρω, σκαριφίζω … Dictionary of Greek
σκαριφεύω — Α σχεδιάζω υποτυπωδώς, σκαριφίζω, σκιτσάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού σκαριφῶμαι, κατά τα ρ. σε εύω] … Dictionary of Greek
σκαριφώ — σκαριφῶμαι, άομαι, ΝΜΑ, και σκαριφάω Ν 1. χαράζω κάτι επιπόλαια, ξύνω την επιφάνεια σώματος 2. σχεδιάζω, ιχνογραφώ πρόχειρα, σκιτσάρω 3. κάνω κάτι με επιπολαιότητα ή ραθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα, πιθ., τού καθημερινού λεξιλογίου, το οποίο εμφανίζει την … Dictionary of Greek
σκιαγραφώ — σκιαγραφῶ, έω, ΝΑ, και σκιογραφῶ Α [σκιαγράφος] 1. εικονίζω κάποιον ή κάτι με φωτοσκιάσεις ή με τις κυριότερες γραμμές του, σκαριφώ, σκιτσάρω («τὰ πόρρωθεν... φαινόμενα... καὶ τὰ ἐσκιαγραφημένα», Πλάτ.) 2. περιγράφω κάτι σε γενικές γραμμές αρχ.… … Dictionary of Greek
σκαριφώ — σκαρίφησα, ιχνογραφώ πρόχειρα, σκιτσάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκιαγραφώ — σκιαγράφησα 1. περιγράφω ή αφηγούμαι κάτι σε γενικές γραμμές: Σκιαγράφησε με ακρίβεια τα χαρακτηριστικά αυτού του προσώπου. 2. απεικονίζω πρόχειρα με γραμμές μόνο ένα αντικείμενο, σκιτσάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)